- εὔπνουν
- εὔπνουςbreathing wellmasc/fem acc sgεὔπνουςbreathing wellneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έναυρος — ἔναυρος, ον (Α) 1. ο εκτεθειμένος στην αύρα («χωρίον εὔπνουν καὶ ἔναυρον», Θεόφρ.) 2. (το αρσ. ως κύρ. όνομ.) Ἔναυρος ένα από τα επίθετα τού Απόλλωνος … Dictionary of Greek
ευαδής — εὐαδής, ές (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «εὐήνεμος, οἱ δὲ εὐαής 2. (το ουδ.) εὐαές (κατά τον Ησύχ.) «εὔπνουν» … Dictionary of Greek
υπηχώ — έω, ΜΑ [ἠχῶ] 1. υποδεικνύω, υπαγορεύω («θεὸν διδάσκαλον ὑπηχοῡντα ἐν τῷ ἀδύτῳ τῆς ψυχῆς ἡμῶν παρεῑναι εὐχόμενοι», Ωριγ.) 2. (στην ψαλμωδία) συνοδεύω με τη δική μου φωνή («ὁ ψάλλων ψάλλει μόνος κἂν πάντες ὑπηχῶσιν, ὡς ἐξ ἑνὸς στόματος ἡ φωνὴ… … Dictionary of Greek